- κοιτιέμαι
- κοιτιέμαι, κοιτάχτηκα, (σπάν.) κοιταγμένος βλ. πίν. 65
και πρβλ. κοιτάζομαι
——————Σημειώσεις:κοιτάζομαι – κοιτιέμαι : η παθητική φωνή διαφοροποιείται νοηματικά από την ενεργητική.Σημαίνει → κοιτάω τον εαυτό μου (στον καθρέφτη) ή → κάνω ιατρικές εξετάσεις.Επίσης έχει έννοια αλληλοπάθειας: κοιτάζονται ή κοιτιούνται μεταξύ τους.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.