κοιτιέμαι

κοιτιέμαι
κοιτιέμαι, κοιτάχτηκα, (σπάν.) κοιταγμένος βλ. πίν. 65 και πρβλ. κοιτάζομαι
——————
Σημειώσεις:
κοιτάζομαικοιτιέμαι : η παθητική φωνή διαφοροποιείται νοηματικά από την ενεργητική.
Σημαίνει κοιτάω τον εαυτό μου (στον καθρέφτη) ή κάνω ιατρικές εξετάσεις.
Επίσης έχει έννοια αλληλοπάθειας: κοιτάζονται ή κοιτιούνται μεταξύ τους.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοιτάζομαι — κοιτάζομαι, κοιτάχτηκα, (σπάν.) κοιταγμένος βλ. πίν. 24 και πρβλ. κοιτιέμαι Σημειώσεις: κοιτάζομαι – κοιτιέμαι : η παθητική φωνή διαφοροποιείται νοηματικά από την ενεργητική. Σημαίνει → κοιτάω τον εαυτό μου (στον καθρέφτη) ή → κάνω ιατρικές… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανακοιτιέμαι — ανακοιτάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κοιτιέμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”